- φοιταλέος
- -έα, -ον, θηλ. και -ος, Α1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με μανία2. (κατ' επέκτ.) μανιώδης, παράφρων3. (για άνεμο) πολύ ορμητικός, σφοδρός4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί μανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος, λυσσ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.